- πολυπότνια
- πολῠ-πότνια, ἡ, strengthd. for πότνια, h.Cer.211, A.R.1.1125, Orph.H.40.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυποτνία — πολυποτνίᾱ , πολυπότνια fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπότνια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπότνια — ἡ, Α πάρα πολύ σεβαστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πότνια «σεβαστή» (πρβλ. παμ πότνια)] … Dictionary of Greek
πολυπότνιαν — πολυπότνια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)